Ο Σωτήρης Μορφακίδης, ο συμπολίτης μας που ταύτισε τη ζωή του με τον κινηματογράφο, δείχνοντας μοναδική συνέπεια, ευθύνη και αγάπη στην άσκηση του επαγγέλματός του, έφυγε από τη ζωή μέσα στον Δεκέμβρη.

Ο Σωτήρης Μορφακίδης ανήκει στη χορεία αυτών των ανθρώπων, των οποίων η ζωή διαμορφώνει ένα κομμάτι της μικρής καθημερινής μας ιστορίας. Είναι, θα λέγαμε, το ανθρώπινο κομμάτι της Ιστορίας, το οποίο συνήθως παραμελούμε και χάνουμε μπροστά στη θέα της μεγάλης και εν πολλοίς πλασματικής εικόνας.
Είχα τη χαρά να συνομιλήσω, έναν περίπου χρόνο πριν, με τον Σωτήρη Μορφακίδη. Η συνομιλία αυτή έγινε στο πλαίσιο μίας σειράς συναντήσεων με υπερήλικες συμπολίτες μου και είχε ως κύριο αντικείμενο την καταγραφή και αποτύπωση του προσωπικού τους βίου, στις πρώτες μεταπολεμικές περιόδους. Τις μαρτυρίες αυτές τις χαρακτήρισα «ως ψηφίδες προσωπικής ιστορίας», στις οποίες εμπεριέχεται η εικόνα του μεγάλου ψηφιδωτού, που αποδίνει και την ιστορία της χώρας μας.
Το ενδιαφέρον μου σ’αυτές τις συναντήσεις εστιάστηκε στην έκταση που καταλάμβανε μία ανθρώπινη ζωή, επειδή ακριβώς εκεί λαμβάνουν χώρα τα πάντα, κρίνοντας εν τέλει πως οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες φτιάχνουν τη μεγάλη Ιστορία.
Παραθέτω στη συνέχεια μέρος της ηχογραφημένης συνομιλίας μου με τον Σωτήρη Μορφακίδη, ως ελάχιστη απόδοση τιμής στον ίδιο, αλλά και σ’ αυτή τη γενιά των ανθρώπων που πάλεψαν με τις πλέον αντίξοες συνθήκες για να ζήσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους αξιοπρεπώς.    

«Γεννήθηκα στο Γάζωρο Σερρών το 1933. Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από τη Θράκη. Το πατρικό μας σπίτι ήταν στα βόρεια του χωριού, κοντά στον συνοικισμό των ντόπιων κατοίκων.
Στον εμφύλιο οι γονείς μου με έστειλαν σε ένα συγγενικό σπίτι στη Δράμα, για να να γλυτώσω από τους αντάρτες. Εκεί έμαθα την τέχνη του ηλεκτρολόγου. Σε ηλικία δέκα εννέα χρονών αποφάσισα να ανοίξω στο χωριό ταβέρνα. Νοίκιασα το ισόγειο του σπιτιού του γαμπρού μου. Δίπλα ακριβώς υπήρχε μεγάλος υπαίθριος χώρος που τον χρησιμοποιούσα για το καλοκαίρι. Την ταβέρνα την ονόμασα «ο Πλάτανος», γιατί παραδίπλα υπήρχε ένας τεράστιος πλάτανος. Το μαγαζί δούλευε καλά. βγάζαμε κυρίως μεζέδες για ούζο και ρετσίνα. Βγάζαμε και μπύρα, αλλά την μπύρα εκείνη την εποχή την έπινε η ελίτ.  Ζωντανή μουσική είχαμε σπάνια. Κάποια στιγμή μόνον εμφανίστηκε στη  Μεγάλη Εβδομάδα ένα πολύ καλό μουσικό σχήμα που ζήτησε να παίξει την ημέρα του Πάσχα. Τους νοίκιασα δωμάτιο, έμειναν μέχρι την Κυριακή του Πάσχα και όταν ήρθε η ώρα να παίξουν έδωσαν τα «ρέστα τους».  Έπαιζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Οι θαμώνες χόρευαν σαν δαιμονισμένοι. Είχαν ακορντεόν, σαξόφωνο και βιολί. Μάλιστα κάποια στιγμή πήγε να γίνει επεισόδιο, όταν ένας από τους μουσικούς που τον φώναζαν  «ιταλό», φώναξε δυνατά: «άιντε χορέψτε γιουρούκια!»  (γιουρούκια: ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές)
Πάω και τους λέω: «παιδιά δεν λέγονται αυτές οι κουβέντες, είναι βαριά η βρισιά αυτή και οι άνθρωποι του χωριού δεν είναι χαζοί για να μην καταλάβουν». Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να γυρνούσαν σαν τους τσιγγάνους  για ένα μεροκάματο, αλλά στο βάθος υποτιμούσαν τους κατοίκους της επαρχίας.
Στις περιπτώσεις που περιμέναμε πολύ κόσμο πήγαινα στις Σέρρες για να βρω μπουφετζή. Αυτοί ξέραν καλά τη δουλειά, την έβγαζαν «στο φτερό», στο χωριό ήταν δύσκολο να βρεις καλό προσωπικό.  Κατά καιρούς έρχονταν και κάποιοι θίασοι, τα «μπουλούκια» όπως ονομάζονταν. Τότε τους νοίκιαζα την ταβέρνα, αυτοί έκαναν τη διαχείριση και εγώ έπαιρνα ποσοστά. Μένανε είκοσι μέρες ή και έναν μήνα. Νοίκιαζαν δωμάτια στο χωριό. Πολλές φορές έφευγε το ένα σχήμα και έρχονταν το επόμενο. Το πρόγραμμά τους άλλαζε κάθε δύο ημέρες και είχε κυρίως ψυχαγωγικά σκετς. Συγκέντρωνε καθημερινά τριάντα έως σαράντα άτομα. Τότε ο κόσμος είχε ανάγκη από ψυχαγωγία, ήθελε να ξεχάσει.. Για μια δεκαετία, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, έζησε τα πάνδεινα. Κάποιοι που δεν είχαν λεφτά για το εισιτήριο έδιναν αυγά, ψωμί ή άλλα τρόφιμα. Τα χρειάζονταν οι θεατρίνοι γιατί μαγείρευαν όσο καιρό έμεναν στο χωριό.
Τότε γνώρισα κάποιον Ασλανίδη, υπεύθυνο σε ένα «μπουλούκι», που νοίκιασε το μαγαζί μου για παραστάσεις. Αυτός μού είπε κάποια στιγμή:  «γιατί δεν στήνεις έναν κινηματογράφο, εδώ είναι τα λεφτά». Στο μεταξύ ένας προμηθευτής μας, ποτοποιός στο επάγγελμα από τη Δράμα με το όνομα Ανδρεάδης (είχε το ποτοποιείο «Άτλας»), έμαθα πως ήταν μέτοχος στον κινηματογράφο «Αττικόν» της Δράμας. Του μετέφερα την ιδέα του Ασλανίδη και αυτός μού είπε «προχώρα, μη το σκέφτεσαι, θα σου κάνω εγώ τις γνωριμίες».
Έτσι το 1954 έστησα τον κινηματογράφο στο χώρο της ταβέρνας. Αγόρασα  μία μηχανή «πέτερ» πέντε ίππων και μία γεννήτρια για να λειτουργήσουμε τη μηχανή προβολής. Δεν είχαμε τότε ρεύμα. Τα λεφτά που έδωσα ήταν γύρω στα 20000. Με βοήθησε ο πατέρας μου, είχε ένα αποθεματικό, μου το έδωσε. Υπέγραψα και ένα γραμμάτιο για να πάρω τη γεννήτρια από τις Σέρρες. Την καμπίνα προβολής την κατασκεύασα από έξω,  στην πλευρά του ακάλυπτου, για να κερδίσω χώρο μέσα στην αίθουσα. Το δάπεδο ήταν με τσιμέντο. Η αίθουσα έπαιρνε γύρω στα διακόσια καθίσματα. Τα περισσότερα τα είχα από την ταβέρνα. Για τη θέρμανση είχαμε δύο μεγάλες σόμπες, βαρέλια. Στις προβολές γίνονταν το έλα να δεις, ήταν ο ένας πάνω στον άλλον. Το εισιτήριο ήταν φθηνό και από την άλλη ο καπνός τότε είχε ψηλές αποδόσεις (ο Γάζωρος ήταν και παραμένει καπνοχώρι). Κάναμε δύο προβολές την ημέρα, στις 5 και στις 7. Προβάλλαμε αμερικάνικες, γαλλικές και ελληνικές ταινίες. Ο «κακός χαμός» γίνονταν κυρίως με της ελληνικές. Τις κόπιες τις παραλαμβάναμε με το τρένο από το σταθμό του Γαζώρου. Τις κρατούσαμε για μία εβδομάδα και μετά τις επιστρέφαμε. Κάποιες από αυτές που ήταν χιλιοπαιγμένες, τις ανοίγαμε και τις «μπολιάζαμε». Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι κόπιες κόβονταν κατά τη διάρκεια της προβολής.

Ήμουν ο πρώτος που άνοιξε κινηματογράφο στην επαρχία Φυλλίδας. Μετά από μένα άνοιξαν στη Ζίχνη, την Πεντάπολη και το Ροδολείβος. Έρχονταν να με συναντήσουν από διάφορα κεφαλοχώρια για να με ρωτήσουν αν αξίζει να ρίξουν λεφτά για να φτιάξουν κινηματογράφο.
Γενικά όσο κράτησα τον κινηματογράφο πήγα πολύ καλά.
Δύο χρόνια όμως μετά με κάλεσαν στο στρατό. Πριν πάω φαντάρος πήρα τα μηχανήματα και τα πούλησα σε έναν κινηματογραφιστή στο Σιδηρόκαστρο. Αυτός είχε μετατρέψει ένα τζαμί στο κέντρο της κωμόπολης σε κινηματογραφική αίθουσα. Είχε φοβερή κίνηση. Έκοβε πολλά φράγκα. Το είδαν κάποιοι και αποφάσισαν αργότερα να φτιάξουν καινούργιο κινηματογράφο. Όλοι είχαν την εντύπωση τότε πως θα κάνουν εύκολα λεφτά. Όμως η αλήθεια είναι πως χάθηκαν περιουσίες. Απόσβεση δεν μπορούσε να γίνει από τη μέρα στην άλλη. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που άρχισε η μεγάλη κρίση με την είσοδο της τηλεόρασης. Αυτοί που μπήκαν αργά στον κινηματογράφο έχασαν πολλά λεφτά.
Όταν παρουσιάστηκα στο στρατό και πέρασα από επιτροπή τούς είπα τι δουλειά κάνω και με πήγαν στην γεωγραφική υπηρεσία στρατού. Μ’ έδωσαν ένα αυτοκίνητο με εγκατεστημένη μία μηχανή προβολής και πηγαίναμε σε κέντρα στρατιωτικής εκπαίδευσης και σε ιδρύματα και κάναμε κινηματογραφικές προβολές. Οι προβολές γίνονταν υπαίθρια και συνήθως πάνω σε τοίχους. Οι ταινίες που προβάλαμε ήταν κυρίως αμερικάνικες.
Μετά το στρατό μού πρότεινε ο γαμπρός μου να συνεταιριστούμε στον κινηματογράφο του Γαζώρου, όμως δεν συμφώνησα και ακολούθησα το δικό μου δρόμο. Αυτός αγόρασε μία καινούργια μηχανή προβολής. Έβαλε πολλά λεφτά. Τον λειτούργησε μόνος του μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η λειτουργία του δεν ήταν συνεχής. Στο μεταξύ είχε ξεσπάσει κρίση στο καπνικό. Οι τιμές του καπνού  έπεσαν κατακόρυφα. Θυμάμαι που έκαιγαν τα καπνά μπροστά στην εκκλησία. Λεφτά δεν είχαν ούτε για να κουρέψουν τα παιδιά τους. Τότε άρχισε και η μετανάστευση είτε στο εξωτερικό είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η αγορά του καπνού άρχισε να παίρνει ξανά τα πάνω της από το 1959 και μετά. 
Πήγα να δουλέψω μηχανικός προβολής σε κινηματογράφο στη Νιγρίτα. Ο κινηματογράφος λειτουργούσε από τα προπολεμικά χρόνια. Ήταν ο μοναδικός που υπήρχε εκείνα τα χρόνια στην περιφέρεια των Σερρών. Τον είχαν δύο ηλικιωμένα αδέλφια που δεν ήταν σε θέση να δουλέψουν τον κινηματογράφο. Τους φώναζαν «γεροσοφούληδες» . (Παρατσούκλι που είχαν δώσει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου 1946-49 οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στους άνδρες της νεοσύστατης Εθνοφρουράς. Τα μέλη της  ήταν παλαιοί έφεδροι προπολεμικών κλάσεων που αξιοποιούνταν σε δευτερεύουσες αποστολές, δηλαδή δεν ήταν μάχιμοι πρώτης γραμμής)
Στις οικονομικέςτους υποχρεώσεις ήταν τυπικότατοι. Ήταν γενικά εξαιρετικοί κύριοι. Σαν μηχανικοί παίρναμε καλά λεφτά τότε, περισσότερα και από τον οικονομικό έφορο της περιοχής. Το σωματείο μας είχε υπογράψει μία πολύ καλή συλλογική σύμβαση. Η δουλειά βέβαια ήταν δύσκολη, κυριολεκτικά φυλακή. Έπρεπε να είσαι ώρες ατελείωτες δίπλα στη μηχανή.
Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στη Νιγρίτα με ζήτησαν στις Σέρρες. Ήθελα να φύγω γιατί η οικογένειά μου ήταν εγκαταστημένη στην πόλη των Σερρών. Πήρα τη θέση ενός μηχανικού που εγκατάλειψε τη δουλειά στον κινηματογράφο «Τα Αστέρια». Στη συνέχεια δούλεψα σαν διαχειριστής «των Αστεριών» έναντι ενοικίου και αργότερα συνέχισα με τη διαχείριση (συνεταιρικά), πάλι έναντι ενοικίου, του κινηματογράφου «ΚΡΟΝΙΟ». Από εκεί και συνταξιοδοτήθηκα.
Στη δουλειά είχαμε μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Περάσαμε δύσκολες εποχές. Η τηλεόραση ήταν η αρχή της κρίσης. Η πτώση στα εισιτήρια ήταν κατακόρυφη. Οι κινηματογράφοι έκλειναν ο ένας μετά τον άλλον. Αν καταφέραμε να επιβιώσουμε το οφείλουμε στην πολύ προσωπική μας δουλειά. Ακόμη και την καθαριότητα της αίθουσας εμείς την αναλαμβάναμε.
Όλη μου η ζωή ήταν ο κινηματογράφος. Αγάπησα αυτό το επάγγελμα και αυτό με αντάμειψε. Όμως τίποτα δεν χαρίζεται. Οι δουλειές θέλουν υπευθυνότητα, σοβαρότητα και μεράκι. Εμείς τα καταφέραμε και σήμερα είμαστε υπερήφανοι με τον συνέταιρό μου γιατί τα παιδιά μας κρατούν τον τελευταίο κινηματογράφο στις Σέρρες».

Κώστας Πασχάλης

Διαβάστε επίσης:


Who's Online

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται την ιστοσελίδα μας 264 επισκέπτες