serreslife

Η «δίκη του αιώνα» στο Μόναχο.
Ισόβια για την Μπεάτε Τσέπε στις δολοφονίες του νεοναζιστικού πυρήνα NSU: οχτώ Τούρκοι, ο Θόδωρος Βουλγαρίδης και μία Γερμανίδα αστυνομικός, δυο βομβιστικές επιθέσεις και 15 ληστείες είχαν τρομοκρατήσει την Γερμανία

Σε ισόβια κάθειρξη καταδίκασε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Γερμανίας τη Μπεάτε Τσέπε, μοναδική επιζήσασα μιας νεοναζιστικής ομάδας που διέπραξε δέκα φόνους με ρατσιστικό κίνητρο, αφού την έκρινε ένοχη για δέκα ανθρωποκτονίες.

Το δικαστήριο του Μονάχου έκρινε την 43χρονη Τσέπε ένοχη για συμμετοχή στην οργάνωση Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα (NSU), τα μέλη της οποίας σκότωσαν οκτώ Τούρκους μετανάστες, έναν Έλληνα και μία Γερμανίδα αστυνομικό από το 2000 ως το 2007.

Η Τσέπε έχει αρνηθεί ότι συμμετείχε στους φόνους μαζί με δύο άνδρες, τον Ούβε Μπένχαρντ και τον Ούβε Μούντλος. Οι δύο αυτοί αυτοκτόνησαν το 2011 όταν η αστυνομία εντόπισε κατά λάθος την οργάνωση. Ωστόσο έχει δηλώσει, μέσω του δικηγόρου της, ότι νιώθει ηθικά υπεύθυνη επειδή δεν τους σταμάτησε.

 

Ήταν 15 Ιουνίου του 2005 όταν κάποια γνωστή της οικογένειας Βουλγαρίδη, που ζούσε χρόνια στη Γερμανία, τηλεφώνησε στον Γαβριήλ Βουλγαρίδη για να του ανακοινώσει ότι κάποιοι σκότωσαν τον αδελφό του Θεόδωρο, μέσα στο μαγαζί του.

Τίποτα δεν μπορούσε να προμηνύσει αυτήν την εξέλιξη. Δεκαπέντε ημέρες πριν τη δολοφονία του, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης είχε ανοίξει ένα κλειδαράδικο, μαζί με Γερμανό συνέταιρο και ήταν πολύ ευχαριστημένος.

Η είδηση της δολοφονίας του έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου. Ο Βουλγαρίδης, μετανάστης δεύτερης γενιάς από τις Σέρρες, ήταν αγαπητός σε όλους, απόλυτα ενταγμένος στον γερμανικό τρόπο ζωής και δεν είχε προβλήματα με κανέναν.

Ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης ήταν το έβδομο από τα συνολικά δέκα θύματα της νεοναζιστικής οργάνωσης Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα.

Από την επομένη της δολοφονίας του Θεόδωρου Βουλγαρίδη άρχισε η Οδύσσεια για την οικογένειά του. Σειρά ανακρίσεων, έρευνες για ενδεχόμενη σχέση του θύματος με το οργανωμένο έγκλημα ή την τουρκική μαφία. Οι υποψίες εστιάστηκαν ακόμα και στη σύζυγό του.

Όλες οι αρμόδιες αρχές που είχαν αναλάβει τόσο την υπόθεση Βουλγαρίδη, όσο και τις άλλες μέχρι τότε 6 δολοφονίες μυστήριο οδηγούσαν τις ανακρίσεις και τις έρευνές τους προς όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από αυτήν της ακροδεξιάς βίας.

Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Βουλγαρίδη, το 2009, οι γερμανικές αρχές ανακάλυψαν το νεοναζιστικό κύκλωμα. Ήταν η χρονιά που η οικογένεια Βουλγαρίδη εγκατέλειψε τη Γερμανία μετά από 37 χρόνια και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Εδώ και περίπου ένα χρόνο ο αδελφός του Θεόδωρου Βουλγαρίδη, Γαβριήλ επέστρεψε ξανά στο Μόναχο και τώρα ζητά να μάθει τα πραγματικά αίτια για τη δολοφονία του αδελφού του. Το ίδιο ισχύει και για τη χήρα Βουλγαρίδη που θέλει να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση. Η οικογένεια Βουλγαρίδη θέλει να μάθει την αλήθεια. Η απάντηση των αρχών ότι οι δράστες τον πέρασαν για Τούρκο δεν είναι αρκετή.

Σε όλη τη διάρκεια της δίκης η Τσέπε δεν άνοιξε το στόμα της. Την τακτική της απόλυτης σιωπής είχαν επιλέξει οι τρεις συνήγοροι που ανέλαβαν αρχικά την υπεράσπιση της: Στουρμ, Σταλ και Χέερ (Θύελλα, Ατσάλι, και Στρατιά) ήταν τα ονόματά τους, εμβληματικά για το νεοναζιστικό φάσμα. Στα δυόμισι χρόνια της δίκης το Δεκέμβριο του 2015 για πρώτη φορά ο συνήγορός της, Ματίας Γκράσερ, ανέγνωσε για λογαριασμό της ένα κείμενο 50 σελίδων με τη δική της εκδοχή. «Αισθάνομαι ηθικά ένοχη γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω δέκα φόνους και δύο βομβιστικές επιθέσεις, γιατί δεν ήμουν σε θέση να επηρεάσω τον Ούβε Μούντλος και τον Ούβε Μπένχαρντ να μην τραυματίσουν και σκοτώσουν αθώους», έγραφε η Τσέπε.



Αλλά πώς ήταν δυνατόν να μην γνωρίζει τίποτα, να μην είδε, να μην άκουσε τίποτα; Η Τσέπε ήταν αχώριστο τρίο με τον Μούντλος και τον Μπόνχαρντ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αρχικά είχε σχέση με τον Μούντλος στη συνέχεια με τον Μπόνχαρντ. Απέκτησαν νωρίς σχέση με νεοναζιστικά κυκλώματα στη Γιένα και το Τσβίκαου. Το 1998 έγιναν για πρώτη φορά στόχος της αστυνομίας που εντόπισε εκρηκτικά σε ενοικιαζόμενο από την Τσέπε γκαράζ. Λίγους μήνες αργότερα το τρίο πέρασε στην παρανομία έχοντας ήδη στο ενεργητικό τους 15 συνολικά ληστείες από τις οποίες συγκέντρωσαν 600.000 ευρώ.

Το πέρασμα στην παρανομία ήταν η αρχή μίας σειράς δολοφονιών και βομβιστικών επιθέσεων σε ολόκληρη τη Γερμανία: Ένβερ Σίμσεκ, 11.09.2000 στη Νυρεμβέργη / Αμπντουραχίμ Οζουντόγχου 13.06.2001 στη Νυρεμβέργη / Σουλεϊμάν Τασκοπρού, 27.06.2001 στο Αβμούργο / Χαμπίλ Κίλιτς, 29.08.2001 στο Μόναχο / Μεχμέτ Τουργκούτ 25.02.2004 στο Ροστόκ / Ισμαήλ Γιασάρ, 05. 06.2005 Νυρεμβέργη / Θεόδωρος Βουλγαρίδης 15.06.2005 στο Μόναχο / Μεχμέτ Κούμπασικ 04.04.2006 στο Ντόρτμουντ / Χαλίλ Γιοσγκάτ, 06.04.2006 στο Κάσσελ. Όλοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Στα θύματα περιλαμβάνεται και η γερμανίδα αστυνομικός Μιχέλε Κιζεβέτερ 25.04.2007 που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών στο Χάιλμπρον.

Πως δικαιολόγησε τη σχέση της με τους άλλους δύο η Τσέπε: «Φοβόμουν ότι οι δύο θα αυτοκτονήσουν και ότι χάνοντάς τους, πάνω απ’ όλα τον Ούβε Μπένχαρντ, θα έχανα την οικογένειά μου», είπε στη γραπτή απολογία της. Τελικά οι δύο αυτοκτόνησαν τον Νοέμβριο του 2011 για να μη συλληφθούν από την αστυνομία. Μόλις το έμαθε, η Μπεάτε Τσέπε πυρπόλησε το διαμέρισμά τους στο Κέμνιτς για να καταστραφούν ενοχοποιητικά στοιχεία, και μετά από μία περιπλάνηση μερικών ημερών παραδόθηκε στην αστυνομία.

Μέχρι τότε, η αστυνομία ερευνούσε σε όλες τις περιπτώσεις μόνον προς μία κατεύθυνση: του οργανωμένου εγκλήματος στις «δολοφονίες του ντόνερ», όπως είχαν χαρακτηριστεί. Μολονότι ήταν εμφανή τα δείγματα για ακροδεξιά κίνητρα, η αστυνομία στιγμάτιζε τα θύματα, δεν κυνηγούσε τους δράστες.

Οι πράκτορες της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος έπαιξαν βρώμικο ρόλο στη δράση του NSU. Αλλά συγκαλύφθηκαν. Φάκελοι με επίμαχα στοιχεία αίφνης εξαφανίστηκαν, οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής δεν είχαν πρόσβαση μέχρι και σήμερα σε κρίσιμους φακέλους. Η Γενική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία επικαλείται υπέρτερο κρατικό συμφέρον. Αλλά έτσι μένουν αδιευκρίνιστα πολλά σημεία της εγκληματικής δράσης του νεοναζιστικού πυρήνα NSU. Π.χ. το δίκτυο υποστήριξης φίλων και συμπαθούντων που επέτρεψε στους τρεις επί μία δεκαετία να σκορπούν ανενόχλητοι το θάνατο σε ολόκληρη τη Γερμανία, ανενόχλητοι.

Στους υποστηρικτές του NSU συγκαταλέγεται και το νεοναζιστικό «Ελεύθερο Δίκτυο Νότου» (FNS) με έδρα τη Νυρεμβέργη, όπου έγιναν δύο από τις εννιά δολοφονίες. To «FNS» που τέθηκε εκτός νόμου το 2014 ήταν η πιο δραστήρια νεοναζιστική οργάνωση στη Βαυαρία με σχέσεις και με τη Χρυσή Αυγή. Το ηγετικό του στέλεχος, Ματίας Φίσερ, είχε προσκηθεί το 2013 στην Αθήνα και είχε φωτογραφηθεί με τους Μιχαλολιάκο και Κασσιδιάρη μέσα στη Βουλή.

Η Κάρο Κέλερ της οργάνωσης «NSU-Watch» που παρακολούθησε ανελλιπώς τη δίκη του Μονάχου είναι βέβαιη ότι το τρίο Τσέπε Μούντλος-Μπόνχαρντ δεν δρούσε μόνο του. «Στην αρχή της δίκης περιμέναμε ότι θα αποκαλυφθεί όλο το φάσμα του δικτύου γνωστών, φίλων, συνεργών που είχαν στις πόλεις που αποφάσιζαν να χτυπήσουν» είπε σε χθεσινή συνέντευξη τύπου στο Μόναχο. Αλλά μετά ήρθε η απογοήτευση. Το σκέλος αυτό της υπόθεσης δεν διαλευκάνθηκε, ούτε στα πέντε χρόνια δίκης ούτε στις 13 εξεταστικές επιτροπές που συστάθηκαν στην Ομοσπονδιακή Βουλή και τα τοπικά κοινοβούλια.»

«Για μας δεν κλείνει η υπόθεση όσο αυτοί κυκλοφορούν ελεύθεροι», τόνισε χθες ο γιος του Σίμσεκ, του πρώτου θύματος της NSU, αποτυπώνοντας τη βασική αίσθηση απογοήτευσης των οικογενειών των θυμάτων. Με αυτό το αίτημα διοργανώνονται σήμερα στο Μόναχο εκδηλώσεις και διαδήλωση προς το βαυαρικό υπουργείο Εσωτερικών.

Ο Θόδωρος Βουλγαρίδης ήταν το έβδομο θύμα των νεοναζί. Στις 15 Ιουνίου 2005 δολοφονήθηκε λίγο πριν τις εφτά το βράδυ μέσα κλειδαράδικο που είχε με Γερμανό συνεταίρο του στο Μόναχο. Η Trappentreustr που ήταν το μαγαζί, είναι παράλληλη της μεγάλης γέφυρας Donnersbergerbrücke στο δακτύλιο του Μονάχου, Mittlerer Ring, από όπου εύκολα οι δράστες μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον τόπο του εγκλήματος και να βγουν από την πόλη.



Από τους πρώτους που έφτασαν στο κλειδαράδικο ήταν ο ιερέας Απόστολος Μαλαμούσης. «Με κάλεσαν για ένα τρισάγιο. Είδα το πτώμα μέσα σε μια λίμνη αίματος και τους άνδρες της αστυνομίας. Ο επικεφαλής μου υπέδειξε που να πατήσω για να μην μπερδευτούν τα ίχνη με εκείνα των δραστών», περιγράφει στα ΝΕΑ ο πάτερ Μαλαμούσης. Θυμάται «την αποκρουστική εικόνα με το παραμορφωμένο από τις σφαίρες κεφάλι του θύματος». Αναζήτησε τη μητέρα και τον αδελφό του Βουλγαρίδη, τους οποίους συμπαραστέκεται μέχρι σήμερα.

Για την οικογένεια ήταν δυσβάστακτο το βάρος από το μπούλινγκ των αστυνομικών αρχών που αναζητούσαν τους δολοφόνους στον περίγυρο των θυμάτων, με αιχμές και για τον πρόσφατο χωρισμό του θύματος από τη γερμανίδα σύζυγό του. «Ο Γαβριήλ Βουλγαρίδης δεν άντεξε και έφυγε δια νυκτός στην Ελλάδα», λέει ο πάτερ Μαλαμούσης, ο οποίος φρόντισε να επιστρέψει ο Βουλγαρίδης στη Γερμανία μετά το 2011, όταν πλέον αποκαλύφθηκαν οι πραγματικοί δράστες. Με παρέμβασή του, ο δήμος του Μονάχου βοήθησε στην εύρεση κατοικίας του πρόσφερε θέση εργασίας ως ελάχιστη συνεισφορά στην αποκατάσταση της οικογένειας.

«Είναι απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της δίκης, περίμενε να αποκαλυφθούν περισσότερα για τη δράση και τους υποστηρικτές των δολοφόνων», λέει στα ΝΕΑ η Κριστίνε Ούμπφενμπαχ του κέντρου συμβούλευσης και στήριξης θυμάτων ρατσισμού και ακροδεξιάς βίας «BEFORE» που παρακολουθεί και στηρίζει την οικογένεια Βουλγαρίδη. «Οι εικόνες της δολοφονίας και όσων ακολούθησαν επανέρχονται στην επιφάνεια με την ανακοίνωση της απόφασης», λέει η Ούμπφενμπαχ, Η οικογένεια, προσθέτει, «όχι μόνον έχασε τον αγαπημένο γιο και αδερφό, αλλά, για πολύ μεγάλο διάστημα έξι χρόνων ήταν στιγματισμένοι ως ύποπτοι και δεν μπορούσαν καν να θρηνήσουν τον άνθρωπό τους».

Αυτή η διάσταση είναι και το θέμα της θεατρικής παράστασης που ανέβασε η Ούμπφενμπαχ το 2014 στο Μόναχο για τις δύο δολοφονίες στο Μόναχο, του Χαμπίλ Κίλιτς και του Θόδωρου Βουλγαρίδη. «Ακούμε συνεχώς για τους θύτες αλλά τίποτα για τα θύματα», λέει η Ούμπφενμπαχ, σ΄αυτά θέλησε να δώσει φωνή με το θεατρικό ντοκιμαντέρ.

Η Άνγκελα Μέρκελ ζήτησε συγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων. Δεν έπραξαν το ίδιο οι διωκτικές αρχές για τη στάση τους και τη συμπεριφορά τους απέναντι στις οικογένειες.

Κανείς δεν αμφιβάλει ότι η ποινή που θα ανακοινώσει σήμερα το δικαστήριο του Μονάχου θα είναι η ενδεδειγμένη. Αλλά για τους συγγενείς των θυμάτων, ο Γολγοθάς συνεχίζεται.

Και το αίτημα για πλήρη διαλεύκανση της δράσης των νεοναζί παραμένει ανοιχτό και μετά τη «δίκη του αιώνα».

Πηγή: makeleio.gr

 

Διαβάστε επίσης: