Την περασμένη Κυριακή. Η ώρα δείχνει 1 μετά το μεσημέρι. Κομβόι αυτοκινήτων από Σερραίους οδηγούς συνωστίζονται στο ανεπαρκές οδικό δίκτυο, στην «κατ’ ευφημισμόν» Εθνική Οδό Σερρών – Αμφίπολης. Στο μυαλό όλων η απόδραση από την πόλη, η διαφυγή στη θάλασσα, η ηρεμία κοντά στο απέραντο γαλάζιο, που φέρνει ηρεμία σε κορμί και ψυχή.




Για κάποιους άλλους, όμως, η συγκεκριμένη ημέρα με τις όποιες ιδιαιτερότητές της δεν διαφέρει και πολύ από αυτές που προηγήθηκαν αλλά κι από εκείνες που έπονται. Ο λόγος για τους τρεις(3) φίλους των φωτογραφιών μας. Έρχονται όλοι από τη γειτονική Βουλγαρία, δουλεύουν στη σερραϊκή γη, βγάζουν τα προς το ζην. Ασυγκίνητοι και απτόητοι από τη δύσκολη φύση της εργασίας τους, ξέρουν καλά ότι τους περιμένει ένα επίπονο καλοκαίρι. Τα αφεντικά βρίσκονται στην καμπίνα του «ταλαιπωρημένου» Unimog, για τους εργάτες, ωστόσο, θέσεις υπάρχουν μόνο στα «ψηλά διαζώματα».



Σκαρφαλωμένοι πάνω από εκατοντάδες μπάλες άχυρου, μου κινούν την περιέργεια, με εκπλήσσουν αλλά και συνάμα με βάζουν σε φοβικές σκέψεις. Ανησυχώ παρατηρώντας τους να κάθονται εκεί ψηλά με άγνοια κινδύνου. Πάτησα τη σκανδάλη της φωτογραφικής μου μηχανής (σσ φροντίζω να την έχω πάντα σε επίκαιρη θέση μέσα στο αμάξι μου), στην αρχή αμήχανα, ασυναίσθητα, κάπως άτολμα. Στη συνέχεια με περισσότερη αποφασιστικότητα. Ήθελα να αποθανατίσω το μεγαλείο του αίσχους. Ήθελα να καταδείξω την επικινδυνότητα της όλης κατάστασης, το «contrast» μεταξύ του πάνω και του κάτω «ορόφου» στο θηριώδες τετρακίνητο όχημα.

Οι «επάνω» μού χαμογέλασαν αυθόρμητα, χωρίς ίχνος καχυποψίας για την περιέργειά μου. Οι «κάτω» μού έριξαν ένα βιαστικό, πλην όμως διαπεραστικό βλέμμα σαν να ήξεραν το σκοπό μου. Πλησίασα το ογκώδες και παραφορτωμένο όχημα, ευχήθηκα καλή δουλειά, δεν μου πήγε η καρδιά να τους επιπλήξω για το πλήθος των παραβάσεών τους. Αυτοί από εκεί ψηλά με κοιτούσαν σαν . . . μυρμήγκι!

Κείμενο : Ιορδάνης Ξανθόπουλος (φιλόλογος / δημοσιογράφος)

Διαβάστε επίσης: